λιθοβόλημα

λιθοβόλημα
το (Μ λιθοβόλημα) [λιθοβολώ]
εκτόξευση λίθων εναντίον κάποιου, πετροβόλημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιθοβόλημα — το, ατος το ρίξιμο λίθων, το πετροβόλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιθασμός — λιθασμός, ὁ (ΑM) [λιθάζω] λιθοβολισμός, λιθοβόλημα …   Dictionary of Greek

  • λιθόκουρσος — λιθόκουρσος, τὸ (Μ) λιθοβόλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κοῦρσος «λεηλασία, αρπαγή»] …   Dictionary of Greek

  • Μακρά Τείχη — Ονομασία δύο τειχών ελληνικών πόλεων της κλασικής εποχής. 1. Ονομασία δύο τμημάτων τειχών, τα οποία ένωναν την Αθήνα με τον Πειραιά και αποτελούσαν μέρος του μεγάλου αμυντικού έργου του αθηναϊκού κράτους. Διακρίνονταν στο Βόρειο, στο Νότιο ή διά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”